- δηλητηριώδεις
- δηλητηριώδηςnoxious: masc /fem acc plδηλητηριώδηςnoxious: masc /fem nom /voc pl (attic epic )
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
δηλητηριώδεις — δηλητηριώδης noxious masc/fem acc pl δηλητηριώδης noxious masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δηλητηρίαση — Παθολογική κατάσταση που προκαλείται από διαλυτές ουσίες, οι οποίες ονομάζονται δηλητήρια και δρουν χημικά στους οργανικούς ιστούς, αλλοιώνοντας τη δομή τους ή διαταράσσοντας τη λειτουργία τους. Η δ. διακρίνεται σε οξεία και σε χρόνια. Η οξεία… … Dictionary of Greek
βολετός — (boletus). Γένος υμενομυκήτων βασιδιομυκήτων της οικογένειας των βολετιδών. Το καρπόσωμα αυτού του μανιταριού είναι σαρκώδες, λείο, πιο σπάνια τριχωτό, συνήθως μεγάλου μεγέθους. Έχει κεντρικό πόδα και πίλο με την εξωτερική επιφάνεια σχεδόν… … Dictionary of Greek
δηλητηριώδης — ες (AM δηλητηριώδης, ες) [δηλητήριον] αυτός που περιέχει δηλητηριώδεις ουσίες, ο φαρμακερός (α. «δηλητηριώδη οξέα» β. «βελένιον τὸ δηλητηριῶδες», Αριστοτ.) νεοελλ. 1. (για ζώα) αυτός που χύνει δηλητήριο («δηλητηριώδης όφις») 2. φρ. «δηλητηριώδεις … Dictionary of Greek
αγριωπός — (agriopus).Ονομασία γένους ψαριών της οικογένειας των σκορπαινιδών, της τάξης των σκληροπαρειών. Ζουν κοντά στις ακτές, κυρίως στις νότιες θάλασσες. Τo σώμα τους φτάνει σε μήκος τα 60 εκ. και έχουν ιδιόρρυθμο σχήμα. Έχουν πολύ ανεπτυγμένο το… … Dictionary of Greek
ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… … Dictionary of Greek
αντιμόνιο — Στοιχείο της πέμπτης ομάδας του περιοδικού συστήματος με σύμβολο Sb, από το λατινικό stibium. Έχει ατομικό αριθμό 51. Γνωστό από την πιο μακρινή αρχαιότητα ως προϊόν της αναγωγής του ορυκτού αντιμονίτη ή ως θειούχο α. (Sb2S3), θεωρήθηκε ένα είδος … Dictionary of Greek
γάντι — Δερμάτινο, πλεκτό ή υφασμάτινο κάλυμμα του χεριού (συνήθως χωρισμένο σε πέντε δάχτυλα) που φοριέται για να το προστατεύει από το κρύο, την επαφή με ακάθαρτα πράγματα ή μόνο για κομψότητα. Το χρησιμοποιούσαν από την αρχαιότατη εποχή στην Αίγυπτο… … Dictionary of Greek
γεώφιλος — (geophilus). Γένος χερσόβιων αρθροπόδων της ομοταξίας των χειλοπόδων, της οικογένειας των γεωφίλων. Το σώμα τους είναι λεπτό και μακρουλό και αποτελείται από την κεφαλή και πολλά μεταμερή τμήματα (μεταμερίδια), ο αριθμός των οποίων ποικίλλει… … Dictionary of Greek
ελλέβορος — (helleborus). Γένος δικοτυλήδονων, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Οι ε. είναι καυστικοί και δηλητηριώδεις και ανθίζουν τον χειμώνα. Ευδοκιμούν στην Ευρώπη και στη δυτική και κεντρική Ασία. Το γένος αριθμεί περίπου οκτώ … Dictionary of Greek
θάλλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Τl. Ανήκει στην τρίτη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 81, ατομική μάζα 204,38 και δύο σταθερά ισότοπα. Βρίσκεται στη φύση στα θειούχα παράγωγα του χαλκού, του ψευδαργύρου και του σιδήρου. Το… … Dictionary of Greek